Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῇ συμφυΐᾳ

См. также в других словарях:

  • συμφυία — συμφυίᾱ , συμφυία fem nom/voc/acc dual συμφυίᾱ , συμφυία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυίᾳ — συμφυίᾱͅ , συμφυία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυΐα — η, ΝΜΑ [συμφυής] 1. η ιδιότητα τού συμφυούς 2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση νεοελλ. (μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • συμφυίας — συμφυίᾱς , συμφυία fem acc pl συμφυίᾱς , συμφυία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυίαν — συμφυίᾱν , συμφυία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυίαις — συμφυία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ԲՆԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 497 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 11c, 12c, 13c գ. συμφυΐα ejusdem naturae esse եւ conjunctio, cognatio եւն. Բնութենակցութիւն, որպէս համագոյութիւն. միասնականութիւն. ʼի բնէ միութիւն. *Լոյս ասեմ, որ ʼի հօր եւ յորդւոջ եւ ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»